- ψηφίζει
- ψηφίζομαιcountpres ind mp 2nd sgψηφίζωcountpres ind mp 2nd sgψηφίζωcountpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο — Άμεσα εκλεγμένο κοινοβουλευτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.), από το 1979. Αποτελείται από 626 μέλη που κατανέμονται σύμφωνα με τη συνθήκη: Γερμανία 93, Γαλλία 87, Ιταλία 87, Μεγάλη Βρετανία 87, Ισπανία 64, Ολλανδία 31, Βέλγιο 25, Ελλάδα … Dictionary of Greek
ΟΥΝΕΣΚΟ — (UNESCO, από τα αρχικά του αγγλικού τίτλου United Nations Educational Scientific and Cultural Organization). Εκπαιδευτική, Επιστημονική και Πολιτιστική Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών, που εδρεύει στο Παρίσι. Δημιουργήθηκε το 1946 από 44 χώρες που… … Dictionary of Greek
άπαρτχαϊντ — (apartheid). Η πολιτική των φυλετικών διακρίσεων και του συστηματικού διαχωρισμού της λευκής μειονότητας από τον υπόλοιπο –μαύρο κυρίως– πληθυσμό, που εφαρμόστηκε στη Νότια Αφρική (σημ. Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία). Η λέξη απαρτχάιντ στα αφρικάανς … Dictionary of Greek
αντίψηφος — ἀντίψηφος, ον (Α) αυτός που ψηφίζει εναντίον κάποιου, που αντιτίθεται σε κάποιον … Dictionary of Greek
διπλοψηφία — η το να ψηφίζει κανείς δύο φορές στην ίδια εκλογή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
εκλεκτικός — ή, ό (AM ἐκλεκτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να εκλέγει σωστά 2. ο δύσκολος στην εκλογή, αυτός που δυσκολεύεται να εκλέξει 3. το αρσ. ως ουσ. οι Εκλεκτικοί οι οπαδοί τού εκλεκτικισμού, οι φιλόσοφοι που συνθέτουν δικό τους σύστημα… … Dictionary of Greek
κυαμευτής — κυαμευτής, ὁ (Α) [κυαμεύω] αυτός που ψηφίζει με κυάμους, με κουκιά … Dictionary of Greek
κυαμοβόλος — κυαμοβόλος, ον (Α) αυτός που ψηφίζει με κύαμο, που ρίχνει κύαμο στην ψηφοδόχο κάλπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + βόλος (< βάλλω), πρβλ. ακτινο βόλος, κεραυνο βόλος. Το σύνθ. έχει ενεργ. σημ. ως παροξύτονο] … Dictionary of Greek
κυαμοτρώξ — κυαμοτρώξ, ῶγος, ὁ (Α) 1. αυτός που τρώγει κυάμους 2. αυτός που ψηφίζει όποιον τού δίνει περισσότερα χρήματα («κυαμοτρώξ ὡς τῶν ψηφιζόντων ἀργύριον λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ πλέον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + τρώξ (<… … Dictionary of Greek
πολύψηφος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές ψηφίδες, πολλά χαλίκια, πολύψηφις* 2. αυτός που έχει πολλές ψήφους, που έχει το δικαίωμα να ψηφίζει πολλές φορές σε μια ψηφοφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψηφος (< ψῆφος, ἡ), πρβλ. μονό ψηφος, ομό ψηφος] … Dictionary of Greek